- Σιμοεντιος
- ΣιμοέντιοςΣῐμοέντιοςстяж. Σῐμούντιος 3 и 2симоэнтский или симунтский Eur.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
σιμοέντιος — ία, ον, και Σιμούντιος, ία, ον, και ποιητ. τ. θηλ. σιμοεντίς, ίδος και σιμουντίς, ίδος, Α [Σιμόεις, εντος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποταμό Σιμόεντα … Dictionary of Greek
σιμοεντίς — και σιμουντίς, ίδος, ἡ, Α βλ. σιμοέντιος … Dictionary of Greek